Η Ελληνική ως δεύτερη γλώσσα

Διγλωσσία και διδασκαλία της Ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας

Η σπουδαιότητα της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού καθώς και η επίδρασή τους σε όλες τις επιστήμες είναι αδιαμφισβήτητες. Επακόλουθο είναι να υπάρχει έντονο ενδιαφέρον εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας από Έλληνες και ξένους σε όλο τον κόσμο.

Αξίζει να μνημονευθεί ότι η διγλωσσία αποτελεί μια πολύ συνηθισμένη κατάσταση στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες και ορίζεται ως εναλλακτική χρήση δύο ή περισσότερων γλωσσών από άτομα ή ομάδες. Η διγλωσσία προσεγγίζεται σε ατομικό (bilingualism) και σε ομαδικό επίπεδο (diglossia). Η διγλωσσία έχει πολλές διαστάσεις και είναι δύσκολο να υπάρξει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός που να λαμβάνει υπόψη του τις πολλαπλές όψεις του φαινομένου.

Η ατομική διγλωσσία αναφέρεται στη γλωσσολογική θεώρηση του φαινομένου και παραπέμπει στον βαθμό κατοχής των δύο γλωσσών από ο δίγλωσσο άτομο. Εστιάζει στη γλωσσική ικανότητα και στη χρήση της γλώσσας, δηλαδή στο πώς, πότε και γιατί ένα άτομο χρησιμοποιεί τη δεύτερη γλώσσα του.

Στο πλαίσιο εννοιολογικής αποσαφήνισης αξίζει να σημειωθεί η διάκριση μεταξύ μητρικής, δεύτερης και ξένης γλώσσας:

Μητρική γλώσσα: είναι η γλώσσα με την οποία έρχεται σε επαφή ένα παιδί αμέσως μετά τη γέννησή του, δηλαδή η γλώσσα που κατακτά το άτομο κατά την πρώτη περίοδο της ζωής του και την χρησιμοποιεί αυτόματα το μυαλό του. Θα μπορούσε να ορίζεται με βάση τη γλωσσική επάρκεια του ομιλητή ή με βάση τη λειτουργικότητα της.

Δεύτερη γλώσσα: είναι η  γλώσσα την οποία μαθαίνει ένα άτομο αφού πρώτα έχει κατακτήσει ή κατακτά ακόμα την πρώτη γλώσσα. Βασικό χαρακτηριστικό της δεύτερης γλώσσας είναι οι συνθήκες, ο σκοπός και τα κίνητρα κατάκτησής της. Συνήθως γίνεται μέσω της επαφής με φυσικούς ομιλητές της γλώσσας αυτής σε φυσικές συνθήκες επικοινωνίας. Όταν υπάρχουν κίνητρα επαγγελματικής και κοινωνικής ένταξης, η γλώσσα της χώρας υποδοχής την οποία μαθαίνουν τα άτομα που μεταναστεύουν με σκοπό να εξυπηρετήσουν τις καθημερινές τους ανάγκες θεωρείται δεύτερη γλώσσα.

Ξένη γλώσσα: δεν έχει άμεση πρακτική εφαρμογή στο περιβάλλον του μαθητή καθώς δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε αυτό αλλά μπορεί να είναι χρήσιμη στη διαπολιτισμική επικοινωνία στο μέλλον ή να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του αναλυτικού προγράμματος ορισμένων βαθμίδων της εκπαίδευσης.

Πολλοί ερευνητές προκειμένου να αποφύγουν τον κίνδυνο της υπερβολικής γενίκευσης εργάζονται σε ένα πιο ξεκάθαρο πλαίσιο αναφοράς ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και συστηματοποιούν τις μορφές της διγλωσσίας βάσει κριτηρίων:

  • εκμάθησης/απόκτησης (συνθήκες κάτω από τις οποίες αποκτήθηκε η διγλωσσία),
  • γλωσσολογικά (τρόποι σύνδεσης των σημαινόντων και σημαινομένων και βαθμός κατοχής του εκάστοτε γλωσσικού και σημασιολογικού συστήματος),
  • ψυχο-κοινωνικο-γλωσσικά (μελέτη των επιπτώσεων της διγλωσσίας στη γλωσσική, γνωστική, συναισθηματική και κοινωνιολογική ανάπτυξη του ατόμου).

Υπάρχουν δεκάδες μορφές διγλωσσίας. Οι παράγοντες που συνήθως επηρεάζουν τη διγλωσσία είναι η χρησιμοποιούμενη γλώσσα μεταξύ γονέων και παιδιών, η μητρική ή οι μητρικές γλώσσες των γονιών και η σχέση ταύτισης με τη κυρίαρχη γλώσσα της κοινότητας.

Σύμφωνα με τον Wode  οι κυριότερες μορφές γλωσσικής ανάπτυξης είναι:

  • η μονόγλωσση γλωσσική ανάπτυξη, δηλαδή η κατάκτηση της πρώτης γλώσσας,
  • η δίγλωσση ή πολύγλωσση γλωσσική ανάπτυξη, όταν κατακτώνται ταυτόχρονα δύο ή περισσότερες γλώσσες ως πρώτες γλώσσες,
  • η φυσική κατάκτηση μιας δεύτερης ξένης γλώσσας, όταν η κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας γίνεται κάτω σε καθημερινές συνθήκες, μέσω της επαφής με φυσικούς ομιλητές της γλώσσας αυτής, μετά την έναρξη ή ολοκλήρωση της κατάκτησης της πρώτης γλώσσας του ατόμου,
  • η συνειδητοποιημένη εκμάθηση μιας ή περισσοτέρων ξένων γλωσσών σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα όπως η σχολική τάξη ή τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών.

Η διάκριση των δίγλωσσων παιδιών συντελείται βάσει κοινωνικών κριτηρίων:

(α) Δίγλωσσα παιδιά της ελίτ:  παιδιά οικογενειών της ανώτερης τάξης τα οποία λόγω επαγγελματικών συνθηκών αλλάζουν τόπο διαμονής, καθώς και παιδιά που φοιτούν σε ιδιωτικά δίγλωσσα κολέγια. Συνήθως τα παιδιά αυτά αναπτύσσουν σε ικανοποιητικό βαθμό και τις δύο γλώσσες, εφόσον αυτές αποτελούν και μέσον για την κοινωνικοποίησή τους.

(β) Δίγλωσσα παιδιά που ανήκουν σε γλωσσικές πλειονότητες: παιδιά που επισκέπτονται εκούσια δίγλωσσα κολέγια της χώρας διαμονής και παρουσιάζουν καλές επιδόσεις στην ανάπτυξη των δύο γλωσσών καθώς και στη γνωστική και συναισθηματική τους ανάπτυξη.

(γ) Παιδιά των γλωσσικών μειονοτήτων: τα παιδιά των οικονομικών μεταναστών που αναγκάζονται να μάθουν τη γλώσσα της πλειονότητας της χώρας στην οποία ζουν. Η γλώσσα τους και ο πολιτισμός τους δεν αναγνωρίζονται ως ισότιμα με τη γλώσσα και τον πολιτισμό της χώρας υποδοχής. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση σημαντικών προβλημάτων στη γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών αυτών, αλλά και στη γενικότερη σχολική τους επίδοση.

(δ) Δίγλωσσα παιδιά που προέρχονται από δίγλωσσες οικογένειες: παιδιά που μεγαλώνουν από τη γέννησή τους σε δίγλωσσο περιβάλλον και παρουσιάζουν  κανονική γλωσσική ανάπτυξη και στις δύο γλώσσες, καθώς οι γονείς τους κατάγονται από διαφορετικές χώρες και μιλούν δύο διαφορετικές γλώσσες.

Διάφορες γνωστικές θεωρίες προσπαθούν να εξηγήσουν τη συνύπαρξη των δύο γλωσσών στο δίγλωσσο άτομο:

  • Μοντέλο της ζυγαριάς ή των δύο μπαλονιών: Οι δύο γλώσσες λειτουργούν ξεχωριστά η κάθε μία μέσα στον δίγλωσσο εγκέφαλο, δεν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ τους και η κάθε μία έχει περιορισμένο χώρο με αποτέλεσμα το επίπεδο κατάκτησης για τις δύο γλώσσες έχει ένα όριο. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία η διγλωσσία έχει επιβλαβείς συνέπειες, που επιβεβαιώνονται συνήθως με λεκτικά τέστ νοημοσύνης.
  • Θεωρία του παγόβουνου: Οι πληροφορίες υφίστανται επεξεργασία σε ένα κοινό κεντρικό μηχανισμό και κάθε φορά ο δίγλωσσος πρέπει να επεξεργάζεται τις πληροφορίες είτε στη μία γλώσσα είτε στην άλλη, αντιμετωπίζοντας προβλήματα στη γρήγορη και επαρκή κατάκτηση των δύο γλωσσών.
  • Θεωρία των κατωφλιών: Η γλωσσική επάρκεια περιγράφεται σαν ένα οίκημα με τρία πατώματα και δύο γλωσσικές σκάλες. Τα πατώματα αποτελούν τα επίπεδα κατάκτησης της γλώσσας. Το ισόγειο περιγράφει τους μερικώς δίγλωσσους, ο πρώτος όροφος τους λιγότερο αμφιδύναμα δίγλωσσους και ο τρίτος τους αμφιδύναμα δίγλωσσους.
  • Θεωρία της «αναπτυξιακής αλληλεξάρτησης»: Είναι η επικρατέστερη. Σύμφωνα με αυτήν η ικανότητα ενός παιδιού στη δεύτερη γλώσσα εξαρτάται εν μέρει από το επίπεδο επάρκειας που έχει ήδη αποκτήσει στην πρώτη γλώσσα.

Η απόκτηση μίας δεύτερης γλώσσας είναι πολυεπίπεδη. Η ίδια η γλώσσα πρέπει να είναι υπολογίσιμη και σημαντική, ενώ οι μαθητές χρειάζεται να αποκτήσουν τη βαθιά και πολυσύνθετη χρήση της. Οι βασικές αρχές διδασκαλίας και απόκτησης της δεύτερης/ξένης γλώσσας είναι οι ακόλουθες:

  1. Σημαντικότερη θεωρείται η έκθεση του μαθητή σε ένα πλούσιο σε σημασίες και πλήρως κατανοητό περιβάλλον χρήσης της γλώσσας, στο οποίο βιώνει πραγματικές καταστάσεις χρήσης της γλώσσας, ποικιλία τρόπων και επικοινωνιακών περιστάσεων και γενικότερα να δίνεται βαρύνουσα σημασία στην επανάληψη των στοιχείων της γλώσσας με την οποία έρχεται σε επαφή.
  2. Η αναγκαιότητα γνωστικής συμμετοχής του μαθητή στη γλωσσική εμπειρία. Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο κατά την διαδικασία εκμάθησης μιας γλώσσας είναι η σκέψη και η βαθιά κατανόηση που οδηγούν στην αποτελεσματική μάθηση. Κατ’ επέκταση οι μαθητές μεταφέρουν στοιχεία και μηχανισμούς, όπως προβλέψεις, συνδέσεις, αξιολόγηση από την μια γλώσσα στην άλλη, επιτυγχάνοντας τη γνωστική τους ανάπτυξη.
  3. Η θετική στάση του μαθητή απέναντι στη γλωσσική εμπειρία. Με άλλα λόγια η διδασκαλία κινητοποιεί και ενθουσιάζει τον μαθητή, έτσι ώστε μόνος του να ανατρέχει στη γλώσσα καθώς έχει διαμορφώσει μια ευνοϊκή μαθησιακή εμπειρία. Το μαθησιακό περιβάλλον, η αλληλοβοήθεια, ο αλληλοσεβασμός, η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθηση στη δεύτερη ή ξένη γλώσσα, τον κάνουν να είναι ανοικτός και δεκτικός σε όλη την γλωσσική εμπειρία.
  4. Αποκόμιση πολλαπλών ωφελειών από την πολυδιάστατη αναπαράσταση της γλώσσας που βιώνουν οι μαθητές και τη γλώσσα που σκοπεύουν να παραγάγουν. Κατασκευάζουν νοητικές εικόνες, χρησιμοποιούν εσωτερική φωνή, αντιδρούν συναισθηματικά χρησιμοποιούν συσχετίσεις από την προσωπική τους ζωή, προβλέπουν, αξιολογούν κ.λπ.
  5. Η παρατήρηση των κυριότερων χαρακτηριστικών της γλώσσας αποτελεί σημαντικό όφελος. Ειδικότερα, οι μαθητές μπορούν να παρατηρούν τη γλώσσα κατά την χρήση, να αναπτύσσουν τη γλωσσική τους ευαισθησία, τα στοιχεία της και τους κανόνες της – έστω και επιφανειακά – κι έπειτα μπορούν να προστρέχουν στην καλύτερη μελέτη και ανάλυση της.
  6. Η αναγκαιότητα ευκαιριών αξιοποίησης της γλώσσας από τους μαθητές για την επίτευξη επικοινωνιακών επιτευγμάτων. Είναι αναγκαίο οι εκπαιδευόμενοι να ωθούνται σε επικοινωνιακές καταστάσεις για να περατώσουν επικοινωνιακά αποτελέσματα με απώτερο στόχο την καλύτερη και ουσιωδέστερη χρήση της γλώσσας.

Ενδιαφέρουσες μορφές διγλωσσίας που εντοπίζονται σε μετανάστες είναι οι ακόλουθες:

  • Διαδοχική διγλωσσία: αποκτάται όταν το παιδί έχει ήδη αποκτήσει τις βάσεις στη πρώτη γλώσσα, περίπου μετά το τρίτο έτος της ηλικίας του. Η διαδοχική διγλωσσία είναι συχνή στις περιπτώσεις μεταναστών, που αλλάζουν χώρα διαμονής όταν τα παιδιά τους είναι ακόμη μικρά.
  • Αφαιρετική διγλωσσία: Οι μεταναστευτικές κοινότητες που η μητρική τους γλώσσα δεν απολαμβάνει μεγάλης αποδοχής βιώνουν την αφαιρετική διγλωσσία, καθώς και τα παιδιά τους που μέσω των μονόγλωσσων δημόσιων σχολείων, που δεν προσφέρουν διδασκαλία στη μητρική τους, ουσιαστικά τους επιβάλλεται η συνεχής χρήση της γλώσσας της χώρας υποδοχής. Λόγω της απουσίας χρήσης της μίας γλώσσας με ταυτόχρονη και σχεδόν αποκλειστική χρήση της άλλης, χάνουν καθημερινά γλωσσικό κεφάλαιο.
  • Προσθετική διγλωσσία: είναι αυτή που διαμορφώνεται μετά από τη συνεχή επαφή και ενθάρρυνση του ατόμου σε ένα δίγλωσσο και διαπολιτισμικό περιβάλλον. Παιδιά από πλειονοτικές και μειονοτικές οικογένειες μπορούν να κατακτήσουν τις δύο γλώσσες με σχετικά ισορροπημένη επάρκεια και χωρίς γνωστικά και ψυχολογικά προβλήματα.

Στην περίπτωση των παιδιών των μεταναστών που προσπαθούν να ενταχθούν στο εκπαιδευτικό περιβάλλον της χώρας υποδοχής έχουμε μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση διγλωσσίας που εξελίσσεται κάτω από τεχνητά δύσκολες και ανοιχτές προοπτικές εξέλιξης. Ο όρος της διπλής ημιμάθειας δηλώνει ότι παιδιά διπλά ημιμαθή δεν έχουν καμία μητρική γλώσσα, αλλά δύο θετές γλώσσες. Εδώ έχουμε μια άλλη μορφή διγλωσσίας που αφορά την έλλειψη ικανότητας επικοινωνίας μεταξύ των παιδιών λόγω της μειωμένης εξέλιξης και στις δύο γλώσσες. Αναφέρεται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα δίγλωσσα παιδιά μειονοτικών ομάδων, που ενώ φαινομενικά μπορεί να επικοινωνούν άριστα στις καθημερινές καταστάσεις, εντούτοις η γνωστική/ακαδημαϊκή τους γλωσσική επάρκεια δεν είναι ανεπτυγμένη σε ικανοποιητικό βαθμό για την επιτυχή παρακολούθηση του Αναλυτικού Προγράμματος.

Ο γενικός όρος δίγλωσση εκπαίδευση σε κυρίαρχες γλώσσες περιλαμβάνει διαφορετικές κοινωνικές καταστάσεις π.χ. μια ήδη δίγλωσση χώρα ή μια χώρα που επιθυμεί να αυξήσει τα ποσοστά διγλωσσίας της. Η δίγλωσση εκπαίδευση σε κυρίαρχες γλώσσες συνίσταται στη παράλληλη χρήση δύο ή περισσότερων κυρίαρχων γλωσσών στο σχολείο. Οι στόχοι αυτών των σχολείων περιλαμβάνουν συνήθως τη διγλωσσία ή την πολυγλωσσία, τη διγλωσσική ικανότητα στον γραπτό λόγο και την πολιτιστική πολλαπλότητα. Τέτοια σχολεία τα βρίσκουμε σε κοινωνίες όπου μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι ήδη δίγλωσσοι ή πολύγλωσσοι (π.χ. Σιγκαπούρη, Λουξεμβούργο) ή όπου υπάρχει σημαντικός αριθμός ιθαγενών ή εκπατρισμένων που θέλουν να γίνουν δίγλωσσοι (π.χ. να μορφωθούν μέσω των αγγλικών και των ιαπωνικών στην Ιαπωνία, στη μητρική γλώσσα και σε μια άλλη επίσημη γλώσσα στα Ευρωπαϊκά Σχολεία). Oι ισχυρές μορφές δίγλωσσης εκπαίδευσης απευθύνονται σε μαθητές της γλωσσικής πλειονότητας με εξαίρεση την αμφίδρομη δίγλωσση εκπαίδευση που απευθύνεται τόσο σε μαθητές της πλειονότητας όσο και σε μαθητές μειονοτικού πληθυσμού.

Η Ολοκληρωμένη εκμάθηση περιεχομένου και γλώσσας – προσέγγιση Content and language integrated learning (CLIL) – είναι πολύ δημοφιλής διδακτική προσέγγιση τόσο για τη γλωσσική όσο και για την γνωστική ανάπτυξη των μαθητών. Πιο συγκεκριμένα, οι μαθητές διδάσκονται ένα μάθημα ή κεφάλαιο μαθήματος του σχολικού προγράμματος μέσω μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας, γεγονός που μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην επίτευξη των γνωστικών στόχων του μαθήματος αλλά σε σχέση με την ανάπτυξη της γλώσσας στόχου. Έτσι, θα πρέπει να τονιστεί πως η CLIL απαιτεί μια διπλά-εστιασμένη διδασκαλία, πράγμα που σημαίνει αφενός τη διδασκαλία ενός μαθήματος (π.χ. τη γεωγραφία, την ιστορία, τα θρησκευτικά κ.λπ.) και από την άλλη πλευρά, τη συνολική ανάπτυξη της γλώσσας των μαθητών σε μια δεύτερη/ξένη γλώσσα.

Τα πλεονεκτήματα τα οποία προσφέρει αυτή η προσέγγιση είναι πολυδιάστατα. Οι μαθητές οι οποίοι διδάσκονται μέσω της προσέγγισης CLIL:

  • Επωφελούνται γλωσσικά μια κι ένας από τους κύριους στόχους της προσέγγισης είναι η βελτίωση της γλωσσικής ικανότητας του μαθητή. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί έχουν δείξει πολύ θετικά αποτελέσματα όσον αφορά στη βελτίωση των γλωσσικών δεξιοτήτων των μαθητών σε μία γλώσσα-στόχο.
  • Επωφελούνται γνωστικά καθώς και έχει καταδειχθεί ότι οι μαθητές που διδάσκονται ένα μάθημα μέσα από την αξιοποίηση μιας άλλης γλώσσας, επιδεικνύουν καλύτερες επιδόσεις στα γνωστικά αντικείμενα από ό,τι οι μαθητές που διδάσκονται με τον παραδοσιακό τρόπο.
  • Επωφελούνται μέσω της διαπολιτισμικής επίγνωσης. Μέσα από τη συγκεκριμένη προσέγγιση, προωθείται η διαπολιτισμική γνώση και κατανόηση ανάμεσα σε άτομα με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές και προάγει την ανάπτυξη διαπολιτισμικών επικοινωνιακών ικανοτήτων.